axonometric of the find
Ἕνα γραπτό δοκίμιο πού ἀφορᾶ τήν ἀρχιτεκτονική παράγει διανοητικές κατοικήσεις σέ ἐκεῖνον τόν χῶρο πού ἡ ἀρχιτεκτονική ἐννοεῖ -τήν ἑκάστοτε ἐποχή- ὡς δικό της. Κάθε ἄποψη πού ὀργανώνεται γύρω ἀπό ἕνα κτίσμα ἐπιχειρεῖ νά παραβιάσει τό κτίσμα μέ τέτοιο ἰδιαίτερο τρόπο, ὥστε νά ἐγκαθιστᾶ στό κτίσμα ἕνα μηχανισμό κατοίκησης μέ τήν σκέψη. Βλέπουμε, ἔτσι, τήν ἀρχιτεκτονική μέ τόν τρόπο πού κτίζουμε. Γράφουμε γιά τήν ἀρχιτεκτονική μέ τόν τρόπο πού κατοικοῦμε. Ὑποστηρίζουμε ὅτι κάποιο κτίριο μπορεῖ νά διαβάζεται μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο: ἐννοοῦμε ὅτι μπορεῖ νά κατοικηθεῖ μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο. Συχνά θεωροῦμε ὅτι ὑπάρχει πρῶτα κάποιο ἀρχιτεκτόνημα καί κατόπιν -προσέχοντας στό ἐσωτερικό του- συναντᾶμε τό ἴδιον νόημά του. Φανταζόμαστε πώς ἀποκρυπτογραφοῦμε, πώς ἐκπορθοῦμε κάτι πού ἁπλῶς βρισκόταν ἤδη στό “ἐσωτερικό” κάποιου κτίσματος. Ὡστόσο κάθε ἀποκρυπτογράφηση αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀποτελεῖ ἐπίσης κατασκευαστική ἐπένδυση πού ἐγκαθιστᾶ κάποιο νέο σύστημα πάνω σέ ἕνα παλιό. Κάθε ἀποκρυπτογράφηση παράγει ἐδῶ κάποια ἐπισύναψη, κατά τρόπον ὥστε νά μήν ἔχει νόημα νά λέμε ἄν εἶναι σημαντικότερο, στή δράση τῆς ἀποκρυπτογράφησης, τό κρυμμένο νόημα ἤ ἡ διαδικασία πού τό παράγει. Τό ἔργο ζητᾶ τήν ἐγκατάσταση ὅταν προσφέρεται ὡς τόπος γιά συνημμένες “ἐπεξηγήσεις”. Ἕνα δοκίμιο γιά τήν ἀρχιτεκτονική ἀναλώνεται στήν προσπάθεια κατοίκησης, κατασκήνωσης στόν ἰδιαίτερο χῶρο πού μπορεῖ νά ὑποδεχθεῖ τήν ἐνέργεια τῆς ἑρμηνείας. Νά τήν ὑποδεχθεῖ, ὄχι ὡς ἐνέργεια πού ἀπορρέει “ἀπό τό ἴδιο τό ἔργο”, ἀλλά ὡς ἀποδοχή τῆς ἐγκατάστασης, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ἑνότητας (πού μπορεῖ νά διαπιστώνεται μόνον ἐκ τῶν ὑστέρων) μεταξύ τοῦ ἑκάστοτε κτίσματος καί τοῦ λόγου πού φιλοξενεῖται πλέον στό ἐσωτερικό τοῦ κτίσματος. Τό δοκίμιο γιά τό ἀρχιτεκτονικό ἔργο ἐπιτυγχάνει κάποια δοκιμαστική προσάρτηση ἑνός νέου μέλους στό σῶμα τοῦ ἑκάστοτε κτίσματος. Ὁ λόγος ἐγκαθίσταται στήν ἀρχιτεκτονική καί αὐτό τό γεγονός ἐπιτρέπει στό κτίσμα νά στέκεται ὡς σταθερή σκηνή ὅπου ὁ ἑκάστοτε λόγος θά μποροῦσε νά διαμένει, ὅπως διαμένει ὁ ἐνοικιαστής σέ κάποιο σπίτι: χωρίς νά μετατρέπει ὁριστικά τόν χῶρο σέ κάτι ἄλλο ἀπό “αὐτό πού εἶναι” ἀλλά κατασκευάζοντας ἀπό τόν σταθερό αὐτό χῶρο τό δικό του σπίτι .
Κρατώντας αὐτή τήν ἰδέα στό μυαλό, μποροῦμε νά σκηνοθετήσουμε δοκιμές πού θά ἀφοροῦν στήν “κυριολεξία” αὐτῆς τῆς κατοίκησης, “κυριολεξία” πού δέν ἀποκόπτεται ἀπό τήν μεταφορική της δυναμική. Ἐννοοῦμε ἐδῶ αὐτή τή δοκιμασία μέ τόν πιό ἁπλοϊκό καί παιγνιώδη τρόπο. Κάποια ἔννοια “κτιστοῦ δοκιμίου” θά μποροῦσε νά συλλαμβάνει τήν διανοητική προσπάθεια πού θά ἀπέβλεπε σέ τέτοιες δοκιμιακές μεταμορφώσεις τοῦ κτίσματος: μέ ποιόν τρόπο θά ἦταν δυνατόν τέτοιο δοκίμιο νά γίνεται ἄλλο εἶδος γραφῆς πάνω στό κτίσμα; Ἀποβλέπουμε στήν παρέμβαση πού ὀργανώνεται σέ διανοητικό ἐπίπεδο χωρίς νά σχολιάζει τά ἀναπαραστατικά δεδομένα τοῦ κτίσματος ἀλλά πού παραμορφώνει τά ἀναπαραστατικά αὐτά δεδομένα προκειμένου νά δοκιμάσει κάποια ἄλλη ἐγκατάσταση. Θά μποροῦσε τέτοια στρατηγική νά ἀποβλέπει σέ κάποια δοκιμαστική ἀρχιτεκτονική πράξη, σέ κάποια δοκιμή κατοίκησης: ὄχι μόνο γιά νά ὀργανωθεῖ κάποια πρόταση γιά ἐγκατάσταση ἀλλά ἐπίσης γιά νά διατυπωθεῖ κάτι. Ἔτσι, θά δινόταν στόν λόγο (πού παραμορφώνει γιά νά κατασκευάσει μιάν ἑρμηνεία) ἡ δυνατότητα νά δράσει πάνω στίς ἴδιες τίς εἰκόνες καί τά σχέδια τῶν κτισμάτων. Τά κτίσματα θά ἀντιμετωπίζονταν ἔτσι ὡς εὐρήματα καί οἱ ἐπεμβάσεις σέ αὐτά θά ἦσαν δοκιμές ὅπου τά κτίσματα θά χρησίμευαν ὡς πρώτη ὕλη, δοκιμές πού θά κατάπιναν τά κτίσματα γιά νά παράγουν κάτι ἀπό αὐτά. Ἡ προετοιμασία γιά τέτοιες ἄλλου εἴδους ἐγκαταστάσεις δοκιμάζει τήν χωρητικότητα τοῦ ἑκάστοτε κτίσματος σέ ἰδιαίτερες κατοικήσεις.
Πότε ἕνα κτίσμα γίνεται εὔρημα ἄξιο γιά θεωρητικές ἐγκαταστάσεις; Δέν ξέρω νά ἀπαντήσω. Συνηθίζουμε νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα δίνεται μέ τρόπο αὐτονόητο. Ἐκεῖνο πού εἶναι ἄξιο γιά ἐπερωτήσεις ἀνακοινώνεται συνήθως μέ τήν εὐκολία πού συγκροτεῖται μιά κοινότητα γύρω του, κοινότητα προσανατολισμένη σέ ὅμοια ἐνδιαφέροντα. Ἐμποδίζεται ἔτσι, ἐνίοτε, ἡ δυνατότητα συναντήσεων μέ κτίσματα (ὁποιουδήποτε εἴδους κτίσματα) πού θά κατευθυνόταν ἀπό τό ἀπροσποίητο ἐνδιαφέρον κάποιας ἀκαθόριστης προσωπικῆς ἕλξης. Γιατί ἐνδιαφερόμαστε γιά τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο ἄνθρωπο; Μέ ποιό τρόπο καταφέρνουν ἐκεῖνοι νά καταλάβουν σημαντικό χῶρο στό ὀπτικό μας πεδίο; Πόση σημασία ἔχει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων γιά αὐτούς; Μέ ποιόν τρόπο ἐπιχειροῦμε νά ἐγκατασταθοῦμε σέ αὐτούς ἤ νά τούς διαβάσουμε ὅπως ἐμεῖς θά θέλαμε; Ἕνα κτίσμα μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τοπίο μιᾶς συνάντησης. “Πῶς θά μπορούσαμε νά πλησιάσουμε ἕνα τοπίο, πού δέν εἶναι πιά αὐτό πού βλέπουμε ἀλλά, ἀντίθετα, τό τοπίο μέσα στό ὁποῖο μᾶς βλέπουν;” .
Ἀναζητοῦμε τή συνθήκη πού καθιστᾶ εὔρημα κάτι πού βρίσκεται μπροστά μας. Τό εὔρημα καθορίζεται στήν παρούσα δοκιμή ἀπό δύο ἔννοιες πού μποροῦν νά παρουσιάσουν κάθε κτίσμα ὡς συνάρτηση τοῦ βλέμματος πού ἀποσκοπεῖ σέ αὐτό. Εἶναι οἱ ἔννοιες τοῦ ὡραίου καί τοῦ ἀσήμαντου (insignificant).
Ἀνατρέχω βιαστικά στόν Schiller καί στήν ἀλληλογραφία του. Νομίζω ὅτι τό ὡραῖο στόν Schiller εἶναι εὔρημα. Παρουσιάζεται, ὅπως τό παρατηρεῖ ὁ Γιῶργος Ξηροπαϊδης στό ἐπίμετρο τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης, ὡς “βίωμα κάποιας ἀναγνώρισης” . Δείχνει τόν δρόμο γιά κάτι πού ἔψαχνα, ἀναζητοῦσα, τόν δρόμο γιά κάποια δική μου ἐπιστροφή σέ αὐτό. Κι ἀκόμη τό ὡραῖο εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἀποκαλύπτεται “ἡ ἑνιαία ἀρχή θεωρίας καί πράξης” . Δηλώνει “ἐλευθερία μέσα στό πεδίο τῶν φαινομένων” . Ἄν ἐπιμείνουμε στήν δική μας ὑπόθεση τοῦ εὐρήματος πού σκηνοθετεῖ κάποια δοκιμή κατοίκησης, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε, δίπλα στόν Schiller, κάτι ἀκόμη: ἡ ἐνατένιση καί ἡ σταθεροποίηση τοῦ τόπου τῆς ἐγκατάστασης ζητᾶ κάποια ἀποφασιστικότητα τῆς ὅρασης πού ἀναλογεῖ στήν σιλλερική ἐλευθερία μέσα στό πεδίο τῶν φαινομένων. Ἡ σκέψη τοῦ Schiller γιά τό ὡραῖο προσφέρει ἕναν τρόπο γιά νά κτιστεῖ τό εὔρημα.
Ὡστόσο γιά ἕνα κτιστό δοκίμιο, γιά μιά ἐγκατάσταση πού ἐπεκτείνει τό κείμενό της στόν χῶρο τοῦ εὐρήματος, χρειάζεται νά γίνει ἀκόμη μία σκέψη: σκέψη πού θά ζητᾶ τήν διάρρηξη τῆς αὐτονομίας μέ τήν ὁποία παρουσιάζεται τό ὡραῖο στόν λόγο τοῦ Schiller. Στόν Schiller τό ὡραῖο φαίνεται νά ἀκολουθεῖ μόνο τόν δικό του νόμο: στίς σελίδες του γιά τό “ὡραῖο” καταγράφεται κάποια ὁρμή τοῦ λόγου νά ἑνωθεῖ μέ τό αἰσθητό. Στό “ὡραῖο” ἐπιβεβαιώνεται τό σταθερό πένθος τοῦ αἰσθητοῦ στόν λόγο καί τοῦ λόγου στό αἰσθητό.
Ἡ κατοίκηση τοῦ εὐρήματος γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφερόμαστε ἐδῶ ζητᾶ κάποια περεταίρω ἐργασία πάνω στήν ἰδεατή ἑνότητα αἰσθητοῦ καί νοητοῦ τοῦ ὡραίου, ὅπως τήν ἐννοεῖ ὁ Schiller. Ἐπιχειροῦμε νά προεκτείνουμε τήν δοκιμιακή λογική μέ σημασίες πού πλάθονται μέ σχεδιασμό: μέ τόν ὑπόκωφο λογικό κραδασμό πού παράγεται ἀπό τήν διαχείριση τῆς εἰκόνας ἤ μέ σχέδια γιά κάτι πού “προγραμματίζεται”. Ἀκόμη περισσότερο: τό εὔρημα, στήν συγκεκριμένη δοκιμαστική ἐργασία κατοίκησης, ὀργανώνει μνημειώσεις τοῦ ἀσημάντου. Θυμᾶμαι μιά φράση τοῦ Lewis Mumford ἀπό τό Τέχνη καί Τεχνική: “σ’ ἕνα ἀρχιτεκτονικό ἔργο, ἡ ἰδεολογική ἀπαρχαίωση εἶναι πιό μοιραία ἀπό τήν τεχνική ἀπαρχαίωση. Μόλις ἕνα κτίριο καταντήσει χωρίς νόημα, παύουμε νά τό βλέπουμε, κι ἄς παραμένει ὄρθιο” . Τό εὔρημα πού προσφέρεται γιά τέτοιες κατοικήσεις ὀργανώνεται ἀπό ἀσήμαντη ὕλη. Ἀπό τήν ὕλη αὐτῆς τῆς ἀσημαντότητας πού περιγράφει ὁ Mumford μπορεῖ νά ὀργανωθεῖ κάποια νέα ἀρχαιολογία. “Νά δοῦμε αὐτό πού παύουμε νά βλέπουμε”. Ὅπως κάθε ἀρχαιολογία δέν μπορεῖ νά ἀνασύρει παρά μόνο ὅ,τι ὁλοένα ἀποσύρεται, ὅ,τι τῆς διαφεύγει. Τό εὔρημα θά βυθίζεται στήν ἀντίφαση μιᾶς διπλῆς κίνησης πού ζητᾶ τό ἀσήμαντο ἀλλά ὅταν τό ἐπιλέγει τό χάνει ὡς τέτοιο.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment