gaze monument

We are gazing at a water reservoir up on the mountain. The reservoir has its own significance; however, the manner in which it is offered to us holds a particular significance of its own, beyond our encroachment upon it. Thus we see a certain insignificant reservoir and the reservoir turns into a find by dint of our tentative treatment of it.


Ἡ εἰδική κατάσταση πού ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι ὑπογράφω ὡς δικό μου αὐτό πού βλέπω. Παρεμβαίνω στό ἐσωτερικό αὐτοῦ πού βλέπω προκειμένου νά τό φανταστῶ σέ κάποια συνθήκη πού τήν καθορίζω ἐγώ.
Ἡ ἐπίσκεψη εἶναι ἰδιαίτερη διαδικασία πού, κατά πρῶτον, ὑφαρπάζει ἀπό τό περιβάλλον τόν τόπο καί δεύτερον παράγει στό ἐσωτερικό τοῦ τόπου, πού δέν φαίνεται, στό κρυμμένο του κομμάτι, κάποια ἀλλαγή καθοριστική ἡ ὁποία μπορεῖ νά σχεδιαστεῖ καί νά ἀναπαραχθεῖ. Εἶναι μιά εἰκονική προβολή, μιά σύνδεση εἰκόνων τῆς ἐξωτερικῆς εἰκόνας πού παρουσιάζει τό προσφερόμενο θέμα καί τῆς ἐσωτερικῆς εἰκόνας πού ἐπισυνάπτεται.

Σκέψου νά ἦταν ἔτσι μέσα.


Στό συγκεκριμένο ξεκίνησα μέ τό αὐτοκίνητο ἀπό τον Βόλο μπορεῖ νά δεῖ κανείς τόν χάρτη, ἀνέβηκα πρός τό πήλιο ὅπως τό κάνω συχνά. Συνάντησα αὐτό τό κτίσμα μοῦ φάνηκε στήν ἀρχή ὅτι ἦταν γιαπί, κάποια οἰκοδομή ἀλλά ὄχι εἶπα εἶναι κάτι τελειωμένο και ἐπί πλέον εἶναι τελειωμένο μόνον ἐπειδή ἐμένα μοῦ φαίνεται τελειωμένο κανείς ἄλλος ἴσως δέν θα΄τό πρόσεχε καί δέν θά πίστευε ὅτι αὐτό εἶναι τελειωμένο. ἔτσι αὐτό δεν εἶναι κάτι ἁπλῶς δικό μου, το ὑπογράφω βέβαια καί διεκδικῶ γιά αὐτό τήν προσωπική μου συμβολή στην παρουσίασή του, ἀλλά ἐπίσης εἶναι ἴσως ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα του ἑαυτοῦ μου, δεν το υπογράφω ἐγώ αὐτό ἀλλά μέ ὑπογράφει αὐτό, βεβαιώνει ὅτι ὄντως ἐγώ εἶμαι κάποιος ἰδιαίτερος ἄνθρωπος αφοῦ αὐτό τό βλέπω σάν κάτι τελειωμένο καί πολύ σημαντικό ἐνῶ πιθανόν οἱ ἄλλοι πού περνᾶνε δίπλα του δέν τοῦ δίνουν καμία σημασία. Μπορεῖ νά συνοδεύεται από κάποιο κείμενο που εκφράζει μέ λόγο και καθαρότητα τήν ἴδια εὔρεση στόν τόπο καί νά λέει ἀπό τήν ἀρχή ὅτι αὐτό τό μέρος μάλιστα εἶναι κάποιο καταπληκτικό μέρος καί νά ἀναρωτιέται γιατί εἶναι καταπληκτικό καί νά θέτει τό ἐρώτημα καί νά δίνει καί ἀπαντήσεις καί νά συμβαίνουν ὅλα αὐτά παράλληλα καί νά φτάνω στό δεύτερο σχέδιο καί νά ἀναρωτιέμαι γιά τήν τέχνη καί γιά τήν κατάληξή της καί νά ἀπορῶ καί νά ἐπανατοποθετῶ τό πρόβλημα συνολικά καί νά προχωρῶ σέ νέες λύσεις σάν νά παρακολουθῶ τήν διαδικασία τῆς σκέψης ἀπέναντι σέ αὐτό καί τήν μορφοποίησή του σέ ἔργο ἐνῶ μπορεῖ νά εἶναι ἔργο μόνο τό ἴδιο.

Υλικό που μαρτυρά την επίσκεψη σε κάποιο χώρο που δεν υπάρχει.

plan

water deposit house

longitudinal section

water deposit house

section

water deposit house

axonometric of the find

deposit house drawing

Ἕνα γραπτό δοκίμιο πού ἀφορᾶ τήν ἀρχιτεκτονική παράγει διανοητικές κατοικήσεις σέ ἐκεῖνον τόν χῶρο πού ἡ ἀρχιτεκτονική ἐννοεῖ -τήν ἑκάστοτε ἐποχή- ὡς δικό της. Κάθε ἄποψη πού ὀργανώνεται γύρω ἀπό ἕνα κτίσμα ἐπιχειρεῖ νά παραβιάσει τό κτίσμα μέ τέτοιο ἰδιαίτερο τρόπο, ὥστε νά ἐγκαθιστᾶ στό κτίσμα ἕνα μηχανισμό κατοίκησης μέ τήν σκέψη. Βλέπουμε, ἔτσι, τήν ἀρχιτεκτονική μέ τόν τρόπο πού κτίζουμε. Γράφουμε γιά τήν ἀρχιτεκτονική μέ τόν τρόπο πού κατοικοῦμε. Ὑποστηρίζουμε ὅτι κάποιο κτίριο μπορεῖ νά διαβάζεται μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο: ἐννοοῦμε ὅτι μπορεῖ νά κατοικηθεῖ μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο. Συχνά θεωροῦμε ὅτι ὑπάρχει πρῶτα κάποιο ἀρχιτεκτόνημα καί κατόπιν -προσέχοντας στό ἐσωτερικό του- συναντᾶμε τό ἴδιον νόημά του. Φανταζόμαστε πώς ἀποκρυπτογραφοῦμε, πώς ἐκπορθοῦμε κάτι πού ἁπλῶς βρισκόταν ἤδη στό “ἐσωτερικό” κάποιου κτίσματος. Ὡστόσο κάθε ἀποκρυπτογράφηση αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀποτελεῖ ἐπίσης κατασκευαστική ἐπένδυση πού ἐγκαθιστᾶ κάποιο νέο σύστημα πάνω σέ ἕνα παλιό. Κάθε ἀποκρυπτογράφηση παράγει ἐδῶ κάποια ἐπισύναψη, κατά τρόπον ὥστε νά μήν ἔχει νόημα νά λέμε ἄν εἶναι σημαντικότερο, στή δράση τῆς ἀποκρυπτογράφησης, τό κρυμμένο νόημα ἤ ἡ διαδικασία πού τό παράγει. Τό ἔργο ζητᾶ τήν ἐγκατάσταση ὅταν προσφέρεται ὡς τόπος γιά συνημμένες “ἐπεξηγήσεις”. Ἕνα δοκίμιο γιά τήν ἀρχιτεκτονική ἀναλώνεται στήν προσπάθεια κατοίκησης, κατασκήνωσης στόν ἰδιαίτερο χῶρο πού μπορεῖ νά ὑποδεχθεῖ τήν ἐνέργεια τῆς ἑρμηνείας. Νά τήν ὑποδεχθεῖ, ὄχι ὡς ἐνέργεια πού ἀπορρέει “ἀπό τό ἴδιο τό ἔργο”, ἀλλά ὡς ἀποδοχή τῆς ἐγκατάστασης, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ἑνότητας (πού μπορεῖ νά διαπιστώνεται μόνον ἐκ τῶν ὑστέρων) μεταξύ τοῦ ἑκάστοτε κτίσματος καί τοῦ λόγου πού φιλοξενεῖται πλέον στό ἐσωτερικό τοῦ κτίσματος. Τό δοκίμιο γιά τό ἀρχιτεκτονικό ἔργο ἐπιτυγχάνει κάποια δοκιμαστική προσάρτηση ἑνός νέου μέλους στό σῶμα τοῦ ἑκάστοτε κτίσματος. Ὁ λόγος ἐγκαθίσταται στήν ἀρχιτεκτονική καί αὐτό τό γεγονός ἐπιτρέπει στό κτίσμα νά στέκεται ὡς σταθερή σκηνή ὅπου ὁ ἑκάστοτε λόγος θά μποροῦσε νά διαμένει, ὅπως διαμένει ὁ ἐνοικιαστής σέ κάποιο σπίτι: χωρίς νά μετατρέπει ὁριστικά τόν χῶρο σέ κάτι ἄλλο ἀπό “αὐτό πού εἶναι” ἀλλά κατασκευάζοντας ἀπό τόν σταθερό αὐτό χῶρο τό δικό του σπίτι .
Κρατώντας αὐτή τήν ἰδέα στό μυαλό, μποροῦμε νά σκηνοθετήσουμε δοκιμές πού θά ἀφοροῦν στήν “κυριολεξία” αὐτῆς τῆς κατοίκησης, “κυριολεξία” πού δέν ἀποκόπτεται ἀπό τήν μεταφορική της δυναμική. Ἐννοοῦμε ἐδῶ αὐτή τή δοκιμασία μέ τόν πιό ἁπλοϊκό καί παιγνιώδη τρόπο. Κάποια ἔννοια “κτιστοῦ δοκιμίου” θά μποροῦσε νά συλλαμβάνει τήν διανοητική προσπάθεια πού θά ἀπέβλεπε σέ τέτοιες δοκιμιακές μεταμορφώσεις τοῦ κτίσματος: μέ ποιόν τρόπο θά ἦταν δυνατόν τέτοιο δοκίμιο νά γίνεται ἄλλο εἶδος γραφῆς πάνω στό κτίσμα; Ἀποβλέπουμε στήν παρέμβαση πού ὀργανώνεται σέ διανοητικό ἐπίπεδο χωρίς νά σχολιάζει τά ἀναπαραστατικά δεδομένα τοῦ κτίσματος ἀλλά πού παραμορφώνει τά ἀναπαραστατικά αὐτά δεδομένα προκειμένου νά δοκιμάσει κάποια ἄλλη ἐγκατάσταση. Θά μποροῦσε τέτοια στρατηγική νά ἀποβλέπει σέ κάποια δοκιμαστική ἀρχιτεκτονική πράξη, σέ κάποια δοκιμή κατοίκησης: ὄχι μόνο γιά νά ὀργανωθεῖ κάποια πρόταση γιά ἐγκατάσταση ἀλλά ἐπίσης γιά νά διατυπωθεῖ κάτι. Ἔτσι, θά δινόταν στόν λόγο (πού παραμορφώνει γιά νά κατασκευάσει μιάν ἑρμηνεία) ἡ δυνατότητα νά δράσει πάνω στίς ἴδιες τίς εἰκόνες καί τά σχέδια τῶν κτισμάτων. Τά κτίσματα θά ἀντιμετωπίζονταν ἔτσι ὡς εὐρήματα καί οἱ ἐπεμβάσεις σέ αὐτά θά ἦσαν δοκιμές ὅπου τά κτίσματα θά χρησίμευαν ὡς πρώτη ὕλη, δοκιμές πού θά κατάπιναν τά κτίσματα γιά νά παράγουν κάτι ἀπό αὐτά. Ἡ προετοιμασία γιά τέτοιες ἄλλου εἴδους ἐγκαταστάσεις δοκιμάζει τήν χωρητικότητα τοῦ ἑκάστοτε κτίσματος σέ ἰδιαίτερες κατοικήσεις.
Πότε ἕνα κτίσμα γίνεται εὔρημα ἄξιο γιά θεωρητικές ἐγκαταστάσεις; Δέν ξέρω νά ἀπαντήσω. Συνηθίζουμε νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα δίνεται μέ τρόπο αὐτονόητο. Ἐκεῖνο πού εἶναι ἄξιο γιά ἐπερωτήσεις ἀνακοινώνεται συνήθως μέ τήν εὐκολία πού συγκροτεῖται μιά κοινότητα γύρω του, κοινότητα προσανατολισμένη σέ ὅμοια ἐνδιαφέροντα. Ἐμποδίζεται ἔτσι, ἐνίοτε, ἡ δυνατότητα συναντήσεων μέ κτίσματα (ὁποιουδήποτε εἴδους κτίσματα) πού θά κατευθυνόταν ἀπό τό ἀπροσποίητο ἐνδιαφέρον κάποιας ἀκαθόριστης προσωπικῆς ἕλξης. Γιατί ἐνδιαφερόμαστε γιά τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο ἄνθρωπο; Μέ ποιό τρόπο καταφέρνουν ἐκεῖνοι νά καταλάβουν σημαντικό χῶρο στό ὀπτικό μας πεδίο; Πόση σημασία ἔχει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων γιά αὐτούς; Μέ ποιόν τρόπο ἐπιχειροῦμε νά ἐγκατασταθοῦμε σέ αὐτούς ἤ νά τούς διαβάσουμε ὅπως ἐμεῖς θά θέλαμε; Ἕνα κτίσμα μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τοπίο μιᾶς συνάντησης. “Πῶς θά μπορούσαμε νά πλησιάσουμε ἕνα τοπίο, πού δέν εἶναι πιά αὐτό πού βλέπουμε ἀλλά, ἀντίθετα, τό τοπίο μέσα στό ὁποῖο μᾶς βλέπουν;” .

Ἀναζητοῦμε τή συνθήκη πού καθιστᾶ εὔρημα κάτι πού βρίσκεται μπροστά μας. Τό εὔρημα καθορίζεται στήν παρούσα δοκιμή ἀπό δύο ἔννοιες πού μποροῦν νά παρουσιάσουν κάθε κτίσμα ὡς συνάρτηση τοῦ βλέμματος πού ἀποσκοπεῖ σέ αὐτό. Εἶναι οἱ ἔννοιες τοῦ ὡραίου καί τοῦ ἀσήμαντου (insignificant).
Ἀνατρέχω βιαστικά στόν Schiller καί στήν ἀλληλογραφία του. Νομίζω ὅτι τό ὡραῖο στόν Schiller εἶναι εὔρημα. Παρουσιάζεται, ὅπως τό παρατηρεῖ ὁ Γιῶργος Ξηροπαϊδης στό ἐπίμετρο τῆς ἑλληνικῆς ἔκδοσης, ὡς “βίωμα κάποιας ἀναγνώρισης” . Δείχνει τόν δρόμο γιά κάτι πού ἔψαχνα, ἀναζητοῦσα, τόν δρόμο γιά κάποια δική μου ἐπιστροφή σέ αὐτό. Κι ἀκόμη τό ὡραῖο εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἀποκαλύπτεται “ἡ ἑνιαία ἀρχή θεωρίας καί πράξης” . Δηλώνει “ἐλευθερία μέσα στό πεδίο τῶν φαινομένων” . Ἄν ἐπιμείνουμε στήν δική μας ὑπόθεση τοῦ εὐρήματος πού σκηνοθετεῖ κάποια δοκιμή κατοίκησης, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε, δίπλα στόν Schiller, κάτι ἀκόμη: ἡ ἐνατένιση καί ἡ σταθεροποίηση τοῦ τόπου τῆς ἐγκατάστασης ζητᾶ κάποια ἀποφασιστικότητα τῆς ὅρασης πού ἀναλογεῖ στήν σιλλερική ἐλευθερία μέσα στό πεδίο τῶν φαινομένων. Ἡ σκέψη τοῦ Schiller γιά τό ὡραῖο προσφέρει ἕναν τρόπο γιά νά κτιστεῖ τό εὔρημα.
Ὡστόσο γιά ἕνα κτιστό δοκίμιο, γιά μιά ἐγκατάσταση πού ἐπεκτείνει τό κείμενό της στόν χῶρο τοῦ εὐρήματος, χρειάζεται νά γίνει ἀκόμη μία σκέψη: σκέψη πού θά ζητᾶ τήν διάρρηξη τῆς αὐτονομίας μέ τήν ὁποία παρουσιάζεται τό ὡραῖο στόν λόγο τοῦ Schiller. Στόν Schiller τό ὡραῖο φαίνεται νά ἀκολουθεῖ μόνο τόν δικό του νόμο: στίς σελίδες του γιά τό “ὡραῖο” καταγράφεται κάποια ὁρμή τοῦ λόγου νά ἑνωθεῖ μέ τό αἰσθητό. Στό “ὡραῖο” ἐπιβεβαιώνεται τό σταθερό πένθος τοῦ αἰσθητοῦ στόν λόγο καί τοῦ λόγου στό αἰσθητό.
Ἡ κατοίκηση τοῦ εὐρήματος γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφερόμαστε ἐδῶ ζητᾶ κάποια περεταίρω ἐργασία πάνω στήν ἰδεατή ἑνότητα αἰσθητοῦ καί νοητοῦ τοῦ ὡραίου, ὅπως τήν ἐννοεῖ ὁ Schiller. Ἐπιχειροῦμε νά προεκτείνουμε τήν δοκιμιακή λογική μέ σημασίες πού πλάθονται μέ σχεδιασμό: μέ τόν ὑπόκωφο λογικό κραδασμό πού παράγεται ἀπό τήν διαχείριση τῆς εἰκόνας ἤ μέ σχέδια γιά κάτι πού “προγραμματίζεται”. Ἀκόμη περισσότερο: τό εὔρημα, στήν συγκεκριμένη δοκιμαστική ἐργασία κατοίκησης, ὀργανώνει μνημειώσεις τοῦ ἀσημάντου. Θυμᾶμαι μιά φράση τοῦ Lewis Mumford ἀπό τό Τέχνη καί Τεχνική: “σ’ ἕνα ἀρχιτεκτονικό ἔργο, ἡ ἰδεολογική ἀπαρχαίωση εἶναι πιό μοιραία ἀπό τήν τεχνική ἀπαρχαίωση. Μόλις ἕνα κτίριο καταντήσει χωρίς νόημα, παύουμε νά τό βλέπουμε, κι ἄς παραμένει ὄρθιο” . Τό εὔρημα πού προσφέρεται γιά τέτοιες κατοικήσεις ὀργανώνεται ἀπό ἀσήμαντη ὕλη. Ἀπό τήν ὕλη αὐτῆς τῆς ἀσημαντότητας πού περιγράφει ὁ Mumford μπορεῖ νά ὀργανωθεῖ κάποια νέα ἀρχαιολογία. “Νά δοῦμε αὐτό πού παύουμε νά βλέπουμε”. Ὅπως κάθε ἀρχαιολογία δέν μπορεῖ νά ἀνασύρει παρά μόνο ὅ,τι ὁλοένα ἀποσύρεται, ὅ,τι τῆς διαφεύγει. Τό εὔρημα θά βυθίζεται στήν ἀντίφαση μιᾶς διπλῆς κίνησης πού ζητᾶ τό ἀσήμαντο ἀλλά ὅταν τό ἐπιλέγει τό χάνει ὡς τέτοιο.

map

map showing the place where the water deposit house is located, mount Pelion, Greece.

map

σημειωσεις

Ἀπό έναν διάλογο μεταξύ Ἀντόρνο καί Μπλόχ ὅπου σημειώνω ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Μπλόχ περί τῆς ἔννοιας τῆς δυνατότητας. Τό βρῆκα στό flickr τοῦ Πέτρου Φωκαϊδη.












Ἡ ἐπίσκεψη εἶναι ἰδιαίτερη διαδικασία πού, κατά πρῶτον, ὑφαρπάζει ἀπό τό περιβάλλον τόν τόπο καί δεύτερον παράγει στό ἐσωτερικό τοῦ τόπου, πού δέν φαίνεται, στό κρυμμένο του κομμάτι, κάποια ἀλλαγή καθοριστική ἡ ὁποία μπορεῖ νά σχεδιαστεῖ καί νά ἀναπαραχθεῖ. Εἶναι μιά εἰκονική προβολή, μιά σύνδεση εἰκόνων τῆς ἐξωτερικῆς εἰκόνας πού παρουσιάζει τό προσφερόμενο θέμα καί τῆς ἐσωτερικῆς εἰκόνας πού ἐπισυνάπτεται.

Ἄς φανταστοῦμε τήν δυνατότητα τοῦ κτίσματος νά ἦταν κάπως ἔτσι στό ἐσωτερικό του. Τό κτίσμα ἦταν τό δικό μου κτίσμα καί τό ἐσωτερικό ἕνα δικό μου δοκίμιο πού εἶχα ὑπογράψει πολλά χρόνια πρίν σέ κάποια ἀνακοίνωση γιά ἕνα συνέδριο στήν Ἰταλία.

Κάποιο γιαπί ἤ κάποια οἰκοδομή ἀλλά ὄχι σκέφτηκα, εἶναι κάτι τελειωμένο και ἐπί πλέον εἶναι τελειωμένο μόνον ἐπειδή ἐμένα μοῦ φαίνεται τελειωμένο (κανείς ἄλλος ἴσως δέν θα΄τό πρόσεχε καί δέν θά πίστευε ὅτι αὐτό εἶναι τελειωμένο). Ἔτσι αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλῶς δικό μου, το ὑπογράφω βέβαια καί διεκδικῶ γιά αὐτό τήν πατρότητά του στήν παρουσίασή του, ἀλλά ἐπίσης εἶναι ἴσως ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα του ἑαυτοῦ μου, το κτίσμα αὐτό. Το κτίσμα βεβαιώνει ὅτι ὄντως ἐγώ εἶμαι κάποιος ἀφοῦ αὐτό τό βλέπω ὡς τελειωμένο καί πολύ σημαντικό ἐνῶ πιθανόν οἱ ἄλλοι πού περνᾶνε δίπλα του δέν τοῦ δίνουν σημασία. Μπορεῖ νά συνοδεύεται από κάποιο κείμενο που εκφράζει μέ λόγο και καθαρότητα τήν ἴδια εὔρεση στόν τόπο καί νά λέει ἀπό τήν ἀρχή ὅτι αὐτό τό μέρος μάλιστα εἶναι κάποιο καταπληκτικό μέρος καί νά ἀναρωτιέται γιατί εἶναι καταπληκτικό καί νά θέτει τό ἐρώτημα καί νά δίνει καί ἀπαντήσεις καί νά συμβαίνουν ὅλα αὐτά παράλληλα καί νά φτάνω στό δεύτερο σχέδιο καί νά ἀναρωτιέμαι γιά τήν τέχνη καί γιά τήν κατάληξή της καί νά ἀπορῶ καί νά ἐπανατοποθετῶ τό πρόβλημα συνολικά καί νά προχωρῶ σέ νέες λύσεις σάν νά παρακολουθῶ τήν διαδικασία τῆς σκέψης ἀπέναντι σέ αὐτό καί τήν μορφοποίησή του σέ ἔργο ἐνῶ μπορεῖ νά εἶναι ἔργο μόνο τό ἴδιο.


η κατασκευη της επισκεψης


Ἦταν ἀπόγεμα, αὐτό θυμᾶμαι, πλησίασα στό μέρος ἀπό πάνω, ἀπό τόν δρόμο. Δέν ἤμουν μόνος, ἄν μπορῶ νά τό πῶ αὐτό, ὡστόσο πράγματι δέν ἤμουν μόνος, (ἄν μέ ἔβλεπε κανείς ἀπό κάπου θά ἔβλεπε ὅτι δέν ἤμουν μόνος, ἦταν μαζί τά παιδιά μου) καί ἔκανε κρύο. Ἔκανε κρύο γιατί ἦταν Χριστούγεννα καί αὐτό βέβαια ἔχει σημασία γιατί Χριστούγεννα στό Πήλιο θά μποροῦσε νά εἶχε χιονίσει ἀλλά ὄχι: δέν εἶχε χιονίσει, δέν ἦταν ὅλα σκεπασμένα από τό χιόνι καί ἔτσι μπόρεσα νά δῶ κάτω καί νά καταλάβω ὅτι αὐτό πού ἔβλεπα ἦταν κτίσμα. Ξεχώρισα τό κτίσμα γιατί δέν εἶχε χιονίσει. Ὅταν χιονίζει στά Χάνια δέν βλέπει κανείς τίποτε καί μάλιστα ἡ μορφή τοῦ κτίσματος ίσως έχει σχέση με αυτό. Σκέφτηκα ότι τό κτίσμα πού φωτογράφιζα ἐπειδή ἦταν τόσο ίδιαίτερο καί ταυτόχρονα μᾶλλον ἀσήμαντο ἦταν ἴσως κάποιο ὑπόγειο προορισμένο γιά νά περιλάβει μεγάλα καζάνια μέ πετρέλαιο πού θά καίει συνέχεια γιά νά ζεσταίνει χώρους πού θά φτιαχτοῦν ἀπό πάνω ἀπό αὐτό, τούς ἀπαίσιους σίγουρα χώρους πού θά εἶναι ὅμως ζεστοί καί εὐρύχωροι ἔτσι, ὥστε νά χωρᾶνε μέσα τους δυστυχισμένες οἱκογένειες πού θά περνᾶνε τίς διακοπές τους ἐκεῖ στό πήλιο καί θά ἀποφεύγουν ἔτσι τήν καταστροφή τους ή θα διασκεδάζουν τήν κατάθλιψή τους. Σκέφτηκα ὅτι τό οἰκοδόμημα σέ ἐκείνη τήν περιοχή σίγουρα θά προοριζόταν νά γίνει ξενοδοχεῖο. Ἤ θά ἦταν κάποια ὑδατοδεξαμενή. Λίγη σημασία εἶχε ποιός ἦταν ὁ προορισμός γιά αὐτό τό οἰκοδόμημα. Ἦταν ἕνα σπίτι που τό εἶχα φτιάξει καί βρισκόταν ἤδη ἐκεῖ χωρίς να κουνήσω καθόλου τό χέρι μου. Τό μόνο πού ἔμενε ἦταν νά τό σχεδιάσω.

Ἄν καί Χριστούγεννα λοιπόν εἶδα τό κτίσμα ἐπειδή δέν εἶχε χιονίσει καί ἔμεινα χωρίς φωνή σκεφτόμουν κάτι πολύ ισχυρό καί ἐνῶ ὑπῆρχαν δίπλα μου τά παιδιά μου δέν ἤξερα τί νά πῶ. Τό φωτογράφισα καί δέν φωτογράφισα βέβαια τό κτίσμα ὅπως φωτογραφίζω τή θάλασσα ἤ κάτι ἄλλο πού ἁπλῶς κάτι μοῦ κινεῖ τό ἐνδιαφέρον. Φωτογράφισα τό κτίσμα πού μοῦ άνῆκε. Ἔβλεπα ὑλοποιημένο κάτι πού ἔπρεπε νά εἶχα κάνει παλιά, τελειωμένο καί μάλιστα ἤδη διαβρωμένο ἀπό τόν χρόνο. Τό γιαπί ἔμοιαζε μέ ἐρείπιο κτίσματος πού σχεδιάσα ἐγώ στό παρελθόν καί τό ἔβλεπα τώρα μπροστά μου, κάπως σάν νά ὀνειρευόμουν.

inhabited water reservoir

Ἄν ἄφηνα τήν ἐντύπωση αὐτή νά παρέλθει τότε θά ἔχανα αὐτό πού βρῆκα θά ἔχανα δηλαδή ἕνα εὔρημα καί ἐπίσης θά ἔχανα τό κτίσμα μου.

Ἡ ερεση δεξαμενς στήν περιοχή Χάνια το Πηλίου ποτελε φετηρία γιά τόν σχεδιασμό γκατάστασης πού λαμβάνει πψιν της τά διαφράγματα τς δεξαμενς καί πιχειρε νά κατασκευάσει πό ατά βιώσιμους πόγειους χώρους. πόγεια κατοικία εναι μοναχικός τόπος γκατάστασης στό λεκτρονικό δίκτυο, παρέχει να μοντέλο κατοίκησης στό σωτερικό το δικτύου πού θυμίζει καταφύγιο στό δίκτυο λλά καί φυλακή.
Finding a water reservoir in the area of Chania on Mount Pelion is the starting point for the design of an installation that takes into account the internal partitions of the reservoir and attempts to build livable underground spaces afer them. The underground dwelling is a solitary space of inhabiting the web, provides for a model of residing within it, that resembles a refuge in the web, but also a prison.



net house

The condition of living in a ruin of a house and staying in the Internet condition in a net-house on line and aiming the idea of a new urbanity described by the new country house.

Η κατοίκηση της δεξαμενής

Σε υφιστάμενη, εγκατελειμμένη, υπό ανέγερση δεξαμενή σχεδιάζεται ιδιαίτερη κατοικία με λουτρό, αποθήκη, χώρο ύπνου και προβολών. Check the fake house 2 in flickr

view of the water deposit

detection of the finding

object in landscape

existing structure

on the concept of "find"

A written essay regarding architecture engenders intellectual occupancies of the particular space which – at that particular time – architecture regards as properly its own. Any opinion that is organized around an edifice seeks to breach it in a particular way so as to install therein a machine for habitation by means of thought. Thus we look at architecture in the manner we build, whereas we write about it in the manner we dwell. We argue that a building may be construed in this manner or that, and we mean by this that it may be inhabited in this or that manner. We often deem a work of architecture to exist incipiently, and it is only later on – once we have taken notice of its interior – that we stumble upon its own proper meaning. We fondly imagine that we are deciphering, that we are taking something by storm that was just lurking within the ‘innards’ of an edifice. Even so, any such decipherment also constitutes a constructional investment that foists some new system upon a previous one. Each such decipherment engenders some kind of appurtenance, in such a way as to render meaningless the quibble about what is more important in the act of decipherment: the veiled meaning or the process of producing it. The work actually needs the instauration upon it of a new system providing the locus for appended ‘elucidations’. An essay on architecture consumes itself in a bid to achieve occupancy of private space, to dwell there where the energy of interpretation may be accommodated. It is not so much an accommodation of the energy originating from the project qua project, but rather an acquiescence to a foisted meaning, as confirmation of the unity (that may be only ascertained ex post) formed by the edifice in question and the discourse that is offered accommodation inside the edifice. An essay on a work of architecture accomplishes a certain tentative annexation of a new limb to the body of the edifice under consideration. Discourse is installed in architecture, a fact that allows the edifice to stand as a permanent stage, where the discourse in question may take up lodging, as tenants occupy a house, without incurring any definitive alterations to its space, such that would turn it into something other than it is , but merely by constructing their own abode out of that fixed space .
As we hold on to this notion, we can stage tentative approaches that shall be concerned with the ‘literal’ aspect of such occupancies: ‘literal’ yet not divorced from certain metaphorical implications. We envision such an essay in as utterly plain and playful terms as possible. A certain notion of ‘built essay’ could conceive the intellectual effort aimed at such tentative transformations of an edifice: how would it be possible for such an essay to become another kind of inscription on the edifice? Our goal is an intervention organized at the level of the intellect, not one indulging in a disquisition on the representational features of the building, but one that would alter those representational features in order to attempt some other installation. Such a strategy could aim at a tentative architectural act, an attempt at occupancy: not only in organizing a proposal to be installed, but also in formulating something. An opportunity would be thereby afforded to discourse (which distorts so as to construct an interpretation) of acting on the images themselves and on the plans of the buildings. The buildings would thus be treated as finds, and the interventions upon them would be tests, where the buildings would serve as raw materials, and the tests would engulf the buildings in order to produce something from them. Preparatory work for various such installations would test the amenability of the building to particular occupancies.
When does an edifice become a find worthy of theoretical installations? I know not the answer. We usually hold that an answer to this question is given implicitly, as a matter of course. What deserves to be investigated is usually put forth or not as the case may be, depending on the ease with which a community can formed around it, a community based on common interests. What is thereby precluded is the likelihood of encounters with buildings (whatever their sort) that would be governed by the unfeigned fascination deriving from some indefinable personal attraction. Why do we become interested in this or that person? How do such persons succeed in occupying a significant part of our field of vision? How important are other people’s opinions about those persons? How do we endeavour to install ourselves within them, or to construe them according to our predilections? An edifice may be the setting of an encounter. ‘How is one to approach the landscape that is no longer what one sees, but has conversely become the landscape in which one is seen by others?’

We are seeking for the convention that establishes the thing that is there, right in front of us, as a find. For the purposes of this essay, there are two distinct definitions that can be ascribed to the notion of a find, namely the beautiful and the insignificant. Under those two, any given edifice may be construed as a function of the gaze that is intent upon it.
I hasten to look up Schiller’s correspondence. I believe that the beautiful for Schiller is a find. As Xiropaïdis points out in his appendix to the Greek edition, it presents itself as the ‘experience of a certain recognition’ . It points the way to what I was in quest of, and calling for: the way for my eventual return to it. And the beautiful is also the place in which the ‘unitary inception of theory and practice’ is revealed . It manifests ‘freedom within the field of appearances’ . If we insist in postulating that the ‘find’ stages a certain tentative occupancy, we might observe one other thing, along with Schiller: contemplation and consolidation of the locus of installation calls for a certain decisiveness of vision that matches Schiller’s freedom within the field of appearances. Schiller’s thoughts about the beautiful afford a way for the find to be constructed.
However, for a built essay, for an installation that extends its text to the locus of the find, a further thought must be entertained; a thought that will call for the rupture of autonomy wherein the beautiful is presented in Schiller’s discourse. According to Schiller the beautiful appears to obey its own law solely: throughout his passages on the ‘beautiful’ one may discern in the discourse a certain palpable momentum towards a union with the perceptible. In the ‘beautiful’ is borne out the enduring grief of the perceptible within discourse, and of discourse within the perceptible.
The occupancy of the find with which we are now concerned calls for some further work on the notional unity of that which is perceptible and intelligible in the beautiful as understood by Schiller. We seek to expand our tentative rationale with meanings that are moulded by design: by the booming rational reverberation engendered in the manipulation of the image, or by means of plans for a project ‘on the drawing board’. And going beyond that: the find, in the specific work of tentative occupancy, arranges instances of monumentalized insignificance. A phrase from Lewis Mumford’s Art and Technics springs to mind: ‘it is by far deadlier for a piece of architecture to become ideologically obsolete than technically so. Once a building has lost its meaning, we cease to perceive it though it still remains upright.’ The find which lends itself to such occupancies is organized by means of insignificant material. From the material of such insignificance, described by Mumford, some new archaeology may be developed. ‘To see what we cease to see’. Just like any other archaeology, it can look to recover nothing else save than that which keeps receding into the past, the thing that eludes it. The find founders in the contradiction of a dual motion: one that seeks after the insignificant yet, once it has chosen it, incurs its loss.